νεόστατος

νεόστατος
νεό-στατος, Cypr. [full] νεϝόστατος,
A = νεώτατος, latest, last,

τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. Inscr.Cypr.134

H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεόστατος — νεόστατος, ον (ΑΜ, Α κυπριακός τ. νεFόστατος, ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, νεοπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στατός (< συνεσταλμένη βαθμίδα στά του ἵστημι / ἵστᾱμι), πρβλ. ορθό στατος] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοστασίη — νεοστασίη, ἡ (Α) [νεόστατος] (κατά τον Ησύχ.) «ἑτεροίωσις, νεωτερισμός, ἔκπληξις» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”